- εφάπτωρ
- ἐφάπτωρ, ὁ, ἡ (Α) [εφάπτομαι]1. αυτός που πιάνει, που αγγίζει κάτι («ἄγειν θέλοντες ῥυσίων ἐφάπτορες», Αισχύλ.)2. αυτός που κτυπά ή χαϊδεύει («γενοῡ πολυμνᾱστορ ἔφαπτορ Ἰοῡς», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐφάπτωρ — laying hold of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφάπτορες — ἐφάπτωρ laying hold of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφαπτορ — ἐφάπτωρ laying hold of masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)